- σημαδιακός
- -ή, -ό, Ν1. εξαιρετικός, αξιομνημόνευτος («μέρα σημαδιακή»)2. σπάνιος («σημαδιακό αρνί»)3. αυτός που προμηνύει κάτι, ενδεικτικός4. σημαδεμένος, σακατεμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σημάδι + κατάλ. -ιακός (πρβλ. σταδ-ιακός)].
Dictionary of Greek. 2013.